Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Υπέρ και Kατά της «εσωστρέφειας» του ελληνικού πανεπιστημίου

Σίγουρα η ελληνική πανεπιστημιακή πραγματικότητα δεν βρίσκεται και στην καλύτερή της περίοδο. Αποτέλεσμα, η γενικότερη δυσλειτουργία και ακαμψία του Ελληνικού Πανεπιστημίου (Ε.Π.), οι οποίες τελικά αυτοσυντηρούνται και οδηγούν στην απροθυμία (τουλάχιστον) εφαρμογής αποτελεσματικών μεταρρυθμιστικών τομών σε αυτό.

Πολλοί θα έλεγαν αβίαστα ότι, στην παρούσα κατάσταση, συνεισφέρει και ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του Ε.Π.: η «κληρονομικότητα», «ενδογαμία» ή αλλιώς «εσωστρέφεια» του. Με άλλα λόγια η πρακτική απορρόφησης νέων μελών Δ.Ε.Π. (κατά κύριο λόγο χαμηλών βαθμίδων) τα οποία αποτελούσαν προπτυχιακούς, κατόπιν μεταπτυχιακούς φοιτητές και στη συνέχεια υποψήφιους διδάκτορες καθηγητών του οικείου τμήματος. Ο γράφων πριν 4 χρόνια ήταν αυτόπτης μάρτυρας και «ατυχήσαντας» μίας τέτοιας μεθόδευσης (όχι με την κακή έννοια που έχει λάβει η λέξη) σε θέση Λέκτορα. Τα επιχειρήματα από τη μία όχθη γνωστά. «Θα τις θυμάσαι και θα γελάς» μου είχαν εκμυστηρευτεί δύο από τους καθηγητές που είχαν στηρίξει την υποψηφιότητά μου. Όμως έστω και αν πράγματι γελάω μερικές φορές, δε θέλω ούτε να τις θυμάμαι μόνο και μόνο για την έκδηλη έκφανση της αρνητικής πλευράς της «κληρονομικότητας». Από την άλλη μεριά είναι αρκετά εύκολο να καταδικάσεις κάτι με εφαλτήριο την προσωπική σου εμπειρία-πικρία αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να υπαγορεύει με κανένα τρόπο την κριτική σου ματιά για το τι είναι αντικειμενικά σωστό (το δυνατόν) για ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα.

Προς τούτο θα ήθελα απλά να καταθέσω τον προβληματισμό μου αναφορικά με τα υπέρ και τα κατά της έννοιας της «εσωστρέφειας».


ΥΠΕΡ

Α. Το σημαντικότερο επιχείρημα για τη διατήρηση της «κληρονομικότητας» είναι και το γεγονός ότι τα πρωτοδιοριζόμενα μέλη Δ.Ε.Π., λόγω της θητείας τους στα εν λόγω πανεπιστήμιο, γνωρίζουν καλύτερα τις εκπαιδευτικές και ίσως τις λειτουργικές του ανάγκες συνεπώς η αφομοίωσή τους στο πανεπιστημιακό περιβάλλον θα είναι ανώδυνη και άκρως αποτελεσματική.

Β. Η ήδη ανεπτυγμένη και στενή ερευνητική συνεργασία του νέου μέλους Δ.Ε.Π. είτε με έναν είτε περισσότερους καθηγητές ανεξαρτήτου βαθμίδας, διευκολύνει και ουσιαστικά διασφαλίζει την ομαλή, απρόσκοπτη και εξελικτικά ελπιδοφόρα ερευνητική πορεία του νέου μέλους και αποκλείει τη στασιμότητά του.

Γ. Ταυτόχρονα δεν αποκόπτεται η συνολική αποτελεσματικότητα του τμήματος (και κατά επέκταση του πανεπιστημίου) αναφορικά με την ερευνητική και εκπαιδευτική του αξιολόγηση σε σχέση με την παραγωγικότητα και την ποιότητά του τόσο ερευνητικά όσο και εκπαιδευτικά.


ΚΑΤΑ

Α. Ευνοείται το abeunt studia in mores (αυτό που περιέγραφε ο Νίκος Πουλαντζάς, βέβαια με το ηθικό βάρος του εκδημοκρατισμού του μεταπολιτευτικού πανεπιστημίου). Η υποτακτικότητα και η υποχρεωτική συναίνεση του νέου μέλους Δ.Ε.Π. οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο γιγαντώνοντας το νεποτισμό με ασυμπτωτικό επακόλουθο την αναξιοκρατία και τη μειωμένη ως μηδαμινή ποιότητα στην ερευνητική και εκπαιδευτική φυσιογνωμία του πανεπιστημίου.

Β. Αποδυναμώνει την ελεύθερη διακίνηση και διάχυση της επιστημονικής γνώσης αλλά και της επιστημονικής αλληλεπίδρασης. Με ποιον τρόπο πραγματώνεται κάτι τέτοιο; Μέσω της ιδεαλιστικής (και Πυθαγόρειας) θέσης για τη συντήρηση του «κύκλου των σοφών»: η συγκεκριμένη ερευνητική περιοχή αναπτύσσεται μόνο από τους «κατέχοντες» τη μεθοδολογία, χωρίς την αναγκαιότητα εναλλακτικών προσεγγίσεων. Επίσης διαμέσου μίας πιο ματεριαλιστικής και «αμοραλιστικής» άποψης (και ίσως καταστρατήγησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας) περί επιστημονικής γνώσης, δηλαδή με την απόλυτη εξειδίκευση χωρίς τάση για διεύρυνση των ερευνητικών οριζόντων.

Γ. Και προφανώς το ότι δεν συντελεί στη δημιουργία των συνθηκών για διαπανεπιστημιακή συνεννόηση, εντείνει την αποξένωση και εγκαθιδρύει σταδιακά ένα καθεστώς «ομαδικότητας» ή «τοπικότητας» με τα γνωστά αποτελέσματα που παρατηρούμε σήμερα στα πανεπιστημιακά δρώμενα.


Που βρίσκεται, ίσως ξεκάθαρα, η αδυναμία της κάθε μίας; Όταν υπάρχει κατάφορη παραβίαση της αξιοκρατίας είτε στη μία (υπέρ) είτε στην άλλη όχθη (κατά). Με άλλα λόγια η απορρόφηση ενός νέου μέλους Δ.Ε.Π. με βάση τα υπέρ και το οποίο υστερεί σημαντικά σε σχέση με τους υπόλοιπους υποψηφίους είναι προφανώς τελείως αδύνατο να στηριχθεί με οποιοδήποτε επιχείρημα (ούτε καν με τα υπέρ αλλά βέβαια μπορούμε να βρούμε άλλα!). Από την άλλη μεριά όταν οι υποψήφιοι είναι τουλάχιστον συγκρίσιμοι δεν είναι, κατά την άποψή μου, καθόλου δόκιμο να υποχρεωθεί ο «εσωτερικός» να θητεύσει σε ένα «ξένο» πανεπιστήμιο που μάλλον θα συντελέσει στην στασιμότητά του (και προφανώς δεν μπορούν με οποιονδήποτε τρόπο τα κατά να υποδαυλίσουν τα υπέρ).


Εκτός από την παραπάνω περίπτωση θεωρώ ότι η κριτική σε κάθε μία από τις υποκατηγορίες και η υιοθέτηση μίας από αυτές, φαίνονται εύκολες αλλά νομίζω ότι μάλλον τα φαινόμενα απατούν και τα όρια του αντικειμενικά σωστού και της υποκειμενικότητας στην κρίση είναι δυσδιάκριτα και αλληλοεπικαλυπτόμενα.

1 σχόλιο:

lazopolis είπε...

Εναντίον των ΥΠΕΡ:
Α)η περίοδος προσαρμογής ενός μέλους ΔΕΠ σε ίδρυμα του εξωτερικού με πιθανώς άγνωστη γλώσσα διδασκαλίας δεν είναι πάνω από δυο χρόνια, ενώ αν γνωρίζει τη γλώσσα συνήθως προσαρμόζεται εντός εξαμήνου (και σιγά τη συμπάγεια που παρουσιάζει η εκπαιδευτική συμπεριφορά στα ΑΕΙ μας για να μιλήσουμε για προσαρμογή). Η προσαρμογή στο πολιτικό στάτους κβό σε ελληνικό ίδρυμα ενδεχομένως να παίρνει περισσότερο χρόνο, αλλά αυτού του είδους τα φαινόμενα υποτίθεται οτι επιθυμούμε να τα εξαλείψουμε.

Β)Κάτω από την προϋπόθεση οτι οι ήδη υπάρχοντες ερευνητές που καθοδηγούν τον νέο είναι οι ίδιοι ερευνητικά ενεργοί σε διεθνές επίπεδο. Κάτι που (λόγω και αντικειμενικών συνθηκών - βλέπε οικονομική υποστήριξη) σπάνια συμβαίνει.

Γ)δεν καταλαβαίνω τί εννοείς εδώ - αλλά δεν υποτίθεται οτι συμφωνούμε οτι υπάρχει πρόβλημα αναποτελεσματικότητας;



Σχετικά με τα ΚΑΤΑ, που προφανώς τα θεωρώ σημαντικότερα, να πώ οτι υπάρχει και η παράμετρος εισαγωγής τεχνογνωσίας. Εννοώ οτι συχνά η κριτική στην ερευνητική λειτουργία του πανεπιστημίου αναπτύσεται κάτω από την καταφανώς λανθασμένη (με κάθε μέτρο) υπόθεση οτι η έρευνα στα ελληνικά ΑΕΙ είναι εφάμιλη μ'αυτήν των προηγμένων χωρών. Κατά τη γνώμη μου (και θέλω και τη δική σου) ο σημαντικότερος λόγος για την πρόσληψη ανθρώπων απ'έξω (και όχι κατ'ανάγκην ελλήνων) είναι αξιοκρατικός.

Και δεν είμαι σίγουρος πώς προσμετράται τυπικά η αξία του ερευνητή Χ όταν η εκπεφρασμένη πρόθεση των εκλεκτόρων είναι να δώσουν τη θέση στον "τουλάχιστον συγκρίσιμο" Υ που είναι και δικό τους παιδί.

Ένα άλλο πιθανό "υπέρ" που μπορεί να μην είναι δικαιολογία, είναι όμως ικανοποιητική εξήγηση είναι και ο ψυχολογικός παράγοντας - θες να δώσεις τη θέση σε κάποιον που "ανέθρεψες" επιστημονικά, σε κάποιον που γνωρίζεις προσωπικά και που έχεις δουλέψει μαζί του, κλπ. κλπ.